Από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη
Μετά από τόσο καιρό συναντηθήκαμε, η χαρά μου μεγάλη. Θέλω τόσα να σου πω, να κοιτάξω τα μάτια σου, να φέρω ξανά στο μυαλό μου καθαρή τη μορφή σου.
Αλλά αντικρίζω την πλάτη σου, βλέπω ένα ενδιαφέρον μισό, παγωμένο, βαρετό. Διότι όλο έχει προσηλωθεί επάνω στην οθόνη του κινητού σου. Αυτής της μικρής συσκευής που είναι αχόρταγη για προσοχή και κατάφερε να σε πείσει πως μπορείς να ζήσεις μέσα από αυτή. Όχι να ζεις και απλά να χρησιμοποιείς αυτή.
Οι άνθρωποι αγάπησαν τα αντικείμενα, αυτά που θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ως ένα βαθμό για τη βελτίωση της ζωής τους. Έγινε η οθόνη ενός κινητού το μπαλκόνι της ζωής μας και ξεχάσαμε να κοιτάζουμε τον άλλον στα μάτια.
Βγήκες να με δεις, να αλλάξεις στη ματιά σου τοπίο, αλλά πάλι εκεί μέσα βρίσκεσαι. Και σηκώνεις το βλέμμα για λίγο να μου απαντήσεις μονολεκτικά και μετά να χαθείς πάλι σε έναν κόσμο τεχνητό.
Μα επιτέλους, κοίταξέ με. Μη με αγνοείς εμένα που βρίσκομαι στον κόσμο των ζωντανών, για να χαθείς μέσα σε κάτι πλαστικό, σε κάτι φτιαχτό και ψεύτικα φανταχτερό.
Ξέχασες την ανθρώπινη φωνή, τος φως και τα τοπία γύρω σου. Δεν κοιτάζεις το αληθινό μου πρόσωπο, αλλά τις φωτογραφίες που φτιάχτηκαν τεχνητά για να παρουσιάζουν μία τέλεια, εξιδανικευμένη ομορφιά σε έναν πλαστό κόσμο.
Το κινητό σου ή εγώ; Πόσο αγενώς με περιθωριοποιείς, σε ένα κέντρο προσοχής στοχεύω αλλά βρίσκομαι πάντοτε εκτός. Γιατί κάτι τεχνητό κατέκτησε την αληθινή ζωή, τώρα η έξοδος με έναν άνθρωπο που έχεις καιρό να δεις, γίνεται φωτογραφία σε προφίλ και όχι βίωμα ζωής αληθινής.
Άφησε το κινητό στην άκρη όταν βγαίνεις βόλτα, τώρα είναι η ώρα της ζωής της αληθινής. Τώρα είναι η ώρα της συνομιλίας πρόσωπο με πρόσωπο και όχι μέσω μηνυμάτων σε έναν ψηφιακό κόσμο.
Το κινητό ή εγώ; Επειδή μαζί μου κανόνισες, αλλά τελικά, με το κινητό σου βγήκες έξοδο…