Από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη
Η οδήγηση είναι ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα που οι περισσότεροι είχαμε ως παιδιά; το να κρατήσουμε ένα τιμόνι στα χέρια μας είχε συνδεθεί ως επιβεβαίωση της ενηλικίωσής μας. Ήταν η πρώτη, αυθόρμητη κίνηση που κάναμε μόλις αποφοιτούσαμε, θέλοντας να ισχυροποιήσουμε μέσα μας το γεγονός ότι θεωρούμαστε πια πολίτες που δεν εξαρτώνται από τη βούληση άλλων προσώπων.
Γιατί η οδήγηση μας εξιτάρει τόσο πολύ; Είναι η αδρεναλίνη, η αίσθηση ότι μπορούμε να δαμάσουμε το χάος των Ελληνικών δρόμων και να βγούμε αλώβητοι από την τοξικότητα, την κίνηση και την πλούσια... γλώσσα που αυτοί περιέχουν;
Είναι αυτό το προνόμιο να μπορούμε να μετακινήθουμε δίχως το άγχος της περασμένης ώρας, της έκτακτης ανάγκης, του κόστους που περιέχει η αγορά εισιτηρίων για λεωφορείο και μετρό;
Είναι κάτι παραπάνω από αυτά.
Θεωρώ πως η οδήγηση μας προσφέρει αυτή την αίσθηση της κυριότητας, μας δημιουργεί τη χαρά να αισθανόμαστε πως ηγούμαστε.
Και ακόμα περισσότερο, η οδήγηση λόγω του ότι πραγματικά είναι μία ικανότητα από την οποία κρίνεται η ασφάλεια και η ζωή όχι μόνο η δική μας αλλά και των συνεπιβατών μας βεβαιώνει μέσα μας την ιδιότητα του ενήλικου ατόμου.
Γιατί ωρίμασα, δε γράφει απλώς η ταυτότητά μου, δε βεβαιώνει αποκλειστικά η ημερομηνία γέννησής μου ότι ενηλικιώθηκα. Γιατί μπορώ να είμαι υπεύθυνος για τη σωματική αρτιμέλεια και ασφάλεια του εαυτού μου και των άλλων ανθρώπων σε μία τόσο δύσκολη πίστα όπως ο δρόμος.
Για αυτό, θεωρώ, είναι μία από τις πρώτες μας κινήσεις η προσπάθεια απόκτησης διπλώματος μετά την ενηλικίωση. Γιατί βεβαιώνει ότι σε μία τόσο υπεύθυνη δραστηριότητα εμείς παρά τη νεότητά μας μπορούμε να σταθούμε αντάξιοι.