ΚΑΘΕ ΕΒΔΟΜΑΔΑ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Από τον Αλέξανδρο Κοντόπουλο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Το συνήθως ήσυχο λιμανάκι της Ζέας ζούσε στους γνωστούς του ρυθμούς, μέχρι που έκανε την εμφάνιση του ο Άνδρας με τα Μαύρα. Παρά το γεγονός ότι το περιβάλλον της μαρίνας, σε παρέπεμπε σε ανάλαφρο ντύσιμο, ο παράξενος άνδρας προτιμούσε πάντα το δικό στυλ, αγνοώντας αν κάποιες φορές ήταν αταίριαστος στο γενικότερο περιβάλλον. Ηταν γύρω στα 35, ψηλός, γεροδεμένος και με το κουστούμι Αρμάνι που είχε επιλέξει, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος σ΄ένα τόσο casual σημείο ανοιξιάτικα.
Αρχικά επέλεξε να μην κάτσει σε κάποιο από τα βραδινά στέκια της περιοχής. Προτίμησε να κάνει βόλτες κατά μήκος του λιμανιού, προκειμένου να ακτινογραφήσει το μέρος. Στο μυαλό του ίσχυε πάντα ότι αν δεν πάρεις τα μέτρα ενός παντελονιού, δεν μπορείς να το φορέσεις. Αυτό ίσχυε και στην αποψινή περίπτωση. Αν μάθαινε τις ακριβείς διαστάσεις του μέρους, θα χτυπούσε με μεγαλύτερη ευκολία.
Αφού περιπλανήθηκε για περισσότερο από μισή ώρα στο ασφαλτοστρωμένο λιμανάκι, πλησίασε το μπαρ που θα περνούσε την υπόλοιπη βραδιά του. Το ξύλινο ποτοπωλείο ακριβώς στα μέσα της μαρίνας, θα αποτελούσε για μια ακόμα φορά τον προορισμό του. Βλέποντας μέσα δυο καστανομάλλες μόνες που δεν είχαν μεγάλη διάθεση για κουβέντα μεταξύ τους, προτίμησε το εσωτερικό του μαγαζιού. Παρήγγειλε για μια ακόμα φορά το γνωστό δυνατό του ποτό. Spicy Sandstorm, προκειμένου να νιώσει χαλαρός από το ξεκίνημα.
To μάτι του έπεφτε διαρκώς στις γυναίκες που είχε εντοπίσει από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο μαγαζί. Συνήθιζε να κάνει τις προσεγγίσεις του στις τουαλέτες των μπαρ, προκειμένου να αποφεύγει τις ενοχλητικές, συνήθως γι΄αυτόν, φίλες. Αυτή τη φορά όμως ένιωσε μια πολύ περίεργα θετική αύρα.
-« Καλησπέρα Διονύσης!»είπε στις δυο γυναίκες, απλώνοντας το χέρι του για να εισπράξει μια πολύ τυπική χειραψία.
-«Μαρία και Φωτεινή» ήταν η απάντηση των δυο κοριτσιών που ομολογουμένως φάνηκαν ξαφνιασμένες από την τροπή που έπαιρνε η νύχτα τους.
Ο Διονύσης όμως συνέχισε απτόητος την προσέγγιση του και μετά από λίγα λεπτά το πρώτο κάστρο είχε πέσει. Η ευαισθησία του μαυροντυμένου άντρα για τη ζωγραφική είχε συγκινήσει την περίπου συνομήλικη του, Φωτεινή. Μετά από μία ώρα συνεχούς κουβέντας μεταξύ τους, ο παράξενος άντρας έκρινε ότι ήταν η ώρα να αποχωρήσει. Φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένος. Η Φωτεινή ήταν πλέον υπόθεση ενός τηλεφωνήματος για να βγούνε ραντεβού. Χαιρέτησε ευγενικά, πλήρωσε για όλους και βγήκε από το μαγαζί. Περπάτησε γι΄άλλη μια φορά κατά μήκος της μαρίνας, επιλέγοντας άλλους δυο στόχους. Θεωρούσε πάντα ότι αν δε μιλήσει σε τουλάχιστον 3 κοπέλες, η βραδιά είναι χαμένη. Δίνοντας το τηλέφωνο τους και στις 2 περαστικές, θεώρησε ότι έργο του είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.
Κατά την έξοδο του όμως από τη Μαρίνα, είδε και ένα τέταρτο στόχο. Η λέξη «απληστία» δε χώρεσε ποτέ στο μυαλό του σε θέματα που αφορούσαν τις γυναίκες. Την πλησίασε, δίνοντας το τηλέφωνο του.
Για κακή του τύχη όμως, εκείνη την ώρα από την ίδια έξοδο αποχωρούσαν η Φωτεινή και η φίλη της.
-«Αυτά κάνεις με όλες;» του φώναξε προσβεβλημένα.
-«Φύγε όπως είσαι» απάντησε ο παράξενος άντρας, ξεχνώντας με τη μία το πρότερο ευγενικό του ύφος.
Μ΄ένα μήνυμα στο κινητό του γράφτηκε και τυπικά ο επίλογος μιας ιστορίας που δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει.
Για να βρείτε τον Αλέξανδρο Κοντόπουλο στο facebook, πατήστε εδώ