
30 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία με τον κινηματογραφικό θρύλο που ακούει στο όνομα Mad Max, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Τζορτζ Μίλερ ετοιμάζεται να μας διηγηθεί το νέο κεφάλαιο της μετά-αποκαλυπτικής ιστορίας που ενέπνευσε κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Η πολυαναμενόμενη νέα ταινία Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής του Τζορτζ Μίλερ, με τον Τομ Χάρντι στον ομώνυμο ρόλο και την Σαρλίζ Θερόν, θα ξεκινήσει να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες στις 14 Μαΐου, σε 2D και 3D, από την Tanweer.
Η ταινία μας μεταφέρει σε έναν μετά-αποκαλυπτικό κόσμο, όπου συμμορίες μάχονται για τον έλεγχο των περιορισμένων υδάτινων πόρων και των καυσίμων. Ο Μαξ Ροκατάνσκι (Τομ Χάρντι) θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την Αυτοκράτειρα Φιουριόσα (Σαρλίζ Θερόν), που δραπετεύει με την συμμορία της, με προορισμό την Άγονη Γη. Η ταινία σηματοδοτεί την πολυαναμενόμενη επιστροφή του σκηνοθέτη Τζορτζ Μίλερ σε ταινίες δράσης και επιστημονικής φαντασίας.
Ο Αυστραλός, με ελληνικές ρίζες, κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε την πρώτη ταινία του franchise, με τίτλο Mad Max το 1979, όπως και τα δυο σίκουελ, Mad Max 2: The Road Warrior (1981) και Mad Max: Beyond Thunderdome (1985).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Με το MAD MAX: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ, ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Τζορτζ Μίλερ παρουσιάζει ένα κόσμο γεμάτο ένταση, απίστευτη δράση και σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως μόνος εκείνος θα μπορούσε. Ο εμπνευστής της επικής τριλογίας, δοκιμάζει για ακόμη μια φορά τα όρια του σύγχρονου κινηματογράφου για να επανεφεύρει την ομορφιά και το χάος του μετά-αποκαλυπτικού κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε, μέσα από τις διαρκείς περιπλανήσεις του θρυλικού Πολεμιστή του Δρόμου.
Ο Μίλερ ανέκαθεν ήθελε να γυρίσει μια ταινία που θα έμοιαζε με ένα αδιάκοπο ανθρωποκυνηγητό από την αρχή μέχρι τους τίτλους τέλους. «Για μένα οι περιπέτειες είναι κάτι σαν οπτικοποιημένη μουσική. Ο ‘Δρόμος της Οργής’ ισορροπεί ανάμεσα στο ροκ και την όπερα,» λέει ο Μίλερ. «Θέλω να ξεσηκώσω τους θεατές, να τους παρασύρω σε μια θορυβώδη και γεμάτη ένταση περιπέτεια, αφήνοντάς τους να ανακαλύψουν στην πορεία τόσο τους ήρωες, όσο και τα γεγονότα που προκάλεσαν τα όσα διαδραματίζονται.»
Ο επί 35 χρόνια στενός συνεργάτης και παραγωγός του Μίλερ, Νταγκ Μίτσελ, λέει ότι χρειάστηκε περίπου μια δεκαετία για να γυριστεί η ταινία. «Ο Τζορτζ διαθέτει ένα υπέροχα δημιουργικό μυαλό. Παρά την εξαιρετική δημιουργικότητά του παραμένει ιδιαίτερα πραγματιστής, και αυτός ο συνδυασμός ήταν απαραίτητος για ένα πρότζεκτ τέτοιας κλίμακας. Είχαμε τις δύσκολες και τις αστείες στιγμές μας, αλλά θεωρώ εαυτόν πολύ τυχερό που υπήρξαμε συνοδοιπόροι σε αυτό το επικό ταξίδι.»
Για τον Μίλερ, η ιστορία ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική, με γνώμονα το πάθος του για τις περιπέτειες του παλιού κινηματογράφου, αποφασίζει να φτιάξει τα δικά του καρέ. Εμπνεόμενος από τις εμπειρίες του ως γιατρός στα Επείγοντα, φαντάζεται έναν μοναχικό άνθρωπο σε έναν ρημαγμένο και τρομοκρατούμενο από ψυχωσικές συμμορίες κόσμο.
Ο Μίλερ λέει σχετικά, «ανέκαθεν με εντυπωσίαζε ο τρόπος που εξελίσσεται μία κοινωνία. Αυτή η διαδικασία κάποιες φορές μπορεί να σε εμπνεύσει αλλά μπορεί και να σε προβληματίσει. Αν απογυμνώσεις τον σύγχρονο κόσμο από την πολυπλοκότητά του, αποκαλύπτεις κάτι το στοιχειώδες, το λιτό, και οι ιστορίες που προκύπτουν ουσιαστικά είναι αλληγορίες.»
Με έναν ισχνό προϋπολογισμό στη διάθεσή του, ο Μίλερ συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων, βρήκε τον πρωταγωνιστή του στο πρόσωπο του ακόμα άγνωστου πιτσιρικά, Μελ Γκίμπσον, και με τον φακό του ταξίδεψε στην έρημο της Αυστραλίας για να αιχμαλωτίσει την ωμή ενέργεια καταιγιστικών σκηνών, με πραγματικούς ανθρώπους να οδηγούν πραγματικά αυτοκίνητα, σε πραγματικές ταχύτητες.
«Για εμάς στην Αυστραλία, το αυτοκίνητο ισοδυναμεί με όπλο,» επισημαίνει ο σεναριογράφος Νίκο Λαθούρις, ο οποίος είναι φίλος του Μίλερ από τα σχολικά χρόνια τους και ενσάρκωσε τον Γκριζ Ρατ στην πρώτη ταινία. «Ο Τζορτζ ως γιατρός είχε φροντίσει πιτσιρικάδες, θύματα τροχαίων, οι οποίοι αντί να πάρουν σοβαρά αυτό που τους είχε συμβεί, πολλές φορές καυχιούνταν, αν υπήρχε κάποιος σοβαρός τραυματισμός ή θάνατος. Ένοιωθε ότι προσπαθούσε να διορθώσει ένα σοβαρό πρόβλημα με τσιρότα, οπότε η ιστορία αυτή ήταν για εκείνον μια προσπάθεια να στείλει ένα μήνυμα.»
Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία «Mad Max», που προβλήθηκε στις αίθουσες το 1979 και προκάλεσε τεράστια εντύπωση. Καθώς ο θρύλος γιγαντωνόταν, ο Μίλερ κλιμάκωσε το ισοδύναμο της καταιγιστικής δράσης brand με δύο ακόμα ταινίες – το επικό «Mad Max 2: The Road Warrior» και το οπερατικό «Mad Max: Beyond Thunderdome».
Τα γυμνά, ρημαγμένα τοπία, η χωρίς φιοριτούρες δράση, οι μινιμαλιστικοί διάλογοι και το καλειδοσκοπικό καστ του Μίλερ οδήγησαν στη δημιουργία ενός εντελώς καινούριου genre, και ενέπνευσε γενιές και γενιές καλλιτεχνών κάθε είδους. Ο Τομ Χάρντι που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο λέει, «Ο Τζορτζ ουσιαστικά εφηύρε τη μετά-αποκαλυπτική ατμόσφαιρα που βλέπουμε σε πολλά βιντεοπαιχνίδια και ταινίες. Είναι δικός του αυτός ο καμβάς, και συνεχίζει να ζωγραφίζει πάνω του με όλα τα ταλέντα που διαθέτει. Επειδή ο Τζορτζ διαθέτει αυτή τη μοναδική φαντασία, ουσιαστικά δεν παίζεις στις ταινίες του. Μπαίνεις στο μυαλό του.»
Για να μπορέσει το κοινό του σήμερα να ταξιδέψει στον τρελό κόσμο του Mad Max, χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια και εκατοντάδες καλλιτέχνες για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του. Πρόκειται για μια παραγωγή με αριθμούς που ξεπερνούν κάθε προηγούμενο: το καστ, το συνεργείο και 150 χειροποίητα και πλήρως κινούμενα οχήματα παρέμειναν 120 μέρες στην έρημο της Ναμίμπια προκειμένου να «στηθεί» ένας αληθοφανής Πόλεμος του Δρόμου.
Ο Μίλερ και οι συνεργάτες του δοκίμασαν τα όρια της τεχνολογίας και των πρωταγωνιστών στα γυρίσματα, ανεβάζοντας κατά πολύ τον πήχη. «Ο κόσμος έχει αλλάξει επίπεδο, αλλά δεν έχει μπει στη σφαίρα της φαντασίας,» εξηγεί ο Μίλερ. ‘Ο Δρόμος της Οργής’ ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να αξιοποιήσουμε την αιχμή της τεχνολογίας. Βάλαμε κάμερες εκεί που στο παρελθόν δεν είχαμε τη δυνατότητα, κάναμε ωραία πανοραμικά πλάνα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Στις σκηνές που υπάρχει κάποια συμπλοκή μέσα σε κάποιο όχημα, είχαμε τη δυνατότητα να δέσουμε τους ηθοποιούς και μετά να σβήσουμε τις εξαρτύσεις με CGI. Στη σκηνή που ο Mad Max βρίσκεται κρεμασμένος ανάποδα ανάμεσα σε δύο οχήματα, ο άνθρωπος που βλέπετε είναι ο Τομ Χάρντι. Όλοι οι ηθοποιοί εκτέλεσαν με τη βοήθεια των ειδικών τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές τους.»

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΛΟΥΣ
45 χρόνια μετά την καταστροφή του κόσμου, χωρίς νόμους, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς νερό και κυρίως χωρίς οίκτο... στο «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», ο πολιτισμός αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση για λίγους. Οι ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου έχουν καταρρεύσει, οι παράκτιες πόλεις έχουν σβηστεί από τον χάρτη και με τον πόλεμο για τους υδάτινους πόρους και τα καύσιμα να μαίνεται, ο αέρας είναι μολυσμένος και η τροφή αποτελεί ένα σπάνιο αγαθό. Όσοι άνθρωποι έχουν απομείνει περιπλανιούνται στην Άγονη Γη, προσπαθώντας να επιβιώσουν γύρω από το Οχυρό, ένα φρούριο που αποτελείται από ένα δίκτυο υπόγειων σπηλαίων όπου υπάρχει η μοναδική αντλία νερού σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Ελέγχοντας πλήρως τους χρειώδεις πόρους, το Οχυρό και οι σύμμαχοί του, η Βενζινούπολη και η Φάρμα των Πυρομαχικών, είναι οι άρχοντες της Άγονης Γης.
Ο Μαξ Ροκατάνσκι έκανε την παγκόσμια πρώτη του στην ταινία του 1979 και η αναγνώριση που απόλαυσε παγκοσμίως εξέπληξε ακόμα και τον δημιουργό του. «Συνειδητοποίησα ότι άθελά μου είχα ‘πατήσει’ πάνω στο κλασικό μυθολογικό αρχέτυπο», λέει ο Μίλερ. «Στην Ιαπωνία, ο Μαξ ήταν ο Μοναχικός Ρόνιν Σαμουράι. Στη Γαλλία, η ταινία αντιμετωπίστηκε ως «μηχανοκίνητο γουέστερν» και ο Μαξ ήταν ο μοναχικός καβαλάρης. Στη Σκανδιναβία, κάποιοι είπαν ότι τους θύμιζε έναν μοναχικό πολεμιστή Βίκινγκ, που περιπλανιόταν στη ρημαγμένη γη.»
Όταν ο Μίλερ επέλεγε τον Τομ Χάρντι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήξερε ότι είχε βρει έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να δώσει μια απτή αληθοφάνεια σε έναν μυθικό χαρακτήρα. «Κάποιοι ηθοποιοί έχουν τεράστιο συναισθηματικό υπόβαθρο. Ένας από αυτούς είναι και ο Τομ. Είναι ατρόμητος. Έναν τέτοιο άνθρωπο περίμενα. Όταν τον βρήκα ήξερα ότι θα αναδείκνυε τον ψυχισμό του Μαξ.»
Μπορεί ο Χάρντι να ήταν μόλις έξι εβδομάδων όταν προβλήθηκε η πρώτη ταινία, αλλά μεγάλωσε με τον θρύλο του Πολεμιστή του Δρόμου. Από τη στιγμή που κατανόησε σε βάθος το όραμα του σκηνοθέτη, συνειδητοποίησε ότι καλείτο όχι να αναβιώσει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά να τον επανεφεύρει. Έτσι, ο Μαξ Ροκατάνσκι στον Δρόμο της Οργής εμφανίζεται ως ένας βετεράνος πολέμου, του οποίου οι ικανότητες του επιτρέπουν να επιβιώνει ολομόναχος, καθώς έχει μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι κάθε δεσμός σε αυτόν τον εχθρικό κόσμο μόνο πόνο μπορεί να προκαλέσει.
Η ταινία ξεκινά με τον Μαξ να ατενίζει το νεκρό και μάταιο κενό της Κοιλάδας της Σιωπής, όπου έχει φτάσει με το καταπονημένο Ιντερσέπτορ του, το τελευταίο απομεινάρι της παλιάς του ζωής. Η ησυχία σπάει σε χίλια κομμάτια από τον εκκωφαντικό θόρυβο των κινητήρων των Παιδιών του Πολέμου, που τον αιχμαλωτίζουν και τον μεταφέρουν στο Οχυρό – το πιο καλά φυλασσόμενο φρούριο της Άγονης Γης.
Εκεί συναντάμε πρώτη φορά και την Φιουριόσα, της οποίας η οργή θα πυροδοτήσει τον επόμενο Πόλεμο του Δρόμου.

Για τις ανάγκες της ταινίας, δημιουργήθηκαν και συναρμολογήθηκαν με το χέρι περίπου 150 αυτοκίνητα, φορτηγά και μοτοσικλέτες. Ο παλαιικός στόλος οχημάτων που βλέπουμε στην ταινία κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε από τη μία να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της πλοκής και από την άλλη να αντέξει στην πολύμηνη δύσκολη οδήγηση στην ανοιχτή έρημο της Ναμίμπια. «Το έδαφος και το κλίμα της ερήμου αποτέλεσαν πρόβλημα για εμάς – έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την υπερθέρμανση των κινητήρων, τις φθορές των αναρτήσεων κλπ. Κι όμως, ακόμα και αυτά προσέθεσαν γοητεία στη δράση,» λέει ο Γκίμπσον.
Η αισθητική της ταινίας αντανακλάται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο Ιντερσέπτορ, το χαρακτηριστικό μαύρο XB Ford Falcon Coupe του 1974 του Μαξ Ροκατάνσκι. «Στα γουέστερν, ο κάθε καουμπόι έχει το αγαπημένο του άλογο. Έτσι και ο Μαξ έχει το Ιντερσέπτορ του», λέει ο Μίλερ.

Το πολυτιμότερο όχημα όμως, είναι το Φορτηγό/Άρμα της Φιουριόσα, που όπως και η οδηγός του έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, προκαλεί δέος και αποπνέει αντοχή. «Έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στην ταινία, συνεπώς δαπανήσαμε αρκετό χρόνο στον σχεδιασμό του,» λέει ο Μίλερ. «Είναι καλυμμένο με πίσσα. Φέρει καρφιά και σκελετούς για να κρατάει τον κόσμο μακριά και να εμπνέει φόβο σε όποιον θελήσει να του επιτεθεί. Χρειαζόμασταν κάτι που να είναι λειτουργικό που όμως θα έμενε αξέχαστο. Νομίζω ότι αμέσως μετά τους βασικούς χαρακτήρες, το Φορτηγό είναι ίσως η πιο σημαντική παρουσία στην ταινία.»
Το τερατώδες τριαξονικό είναι μίξη ενός τσεχοσλοβάκικου Tatra και ενός Chev Fleetmaster. Φοράει έναν V-8 twin-turbo κινητήρα, ενώ το πίσω μέρος αποτελείται από ένα επικαθήμενο και ένα ρυμουλκούμενο βυτίο. Στο σασί, εκτός από την καμπίνα έχει προστεθεί ένας VW Σκαραβαίος που χρησιμεύει ως κινούμενο οχυρό. Το εσωτερικό του έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να ταιριάζει με το στρατηγικό και διαισθητικό πνεύμα της οδηγού του, καθώς διαθέτει σχάρες με εργαλεία, κρυφό οπλισμό και ένα μοναδικό τιμόνι με το έμβλημα του Ιμόρταν.
Την Πέμπτη στις αίθουσες!